κερίζω

κερίζω
[κέρας]
(στην Κύπρο)
1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό
2. μτφ. συντροφεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακέριστος — –η, ο [κερίζω] αποδίδεται σε ζώο που δεν είναι δεμένο μαζί με άλλο από τα κέρατα, που μπορεί να βαδίζει ελεύθερα …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”